- σκορπιστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. σκόρπιος.2. αυτός που γίνεται με σκόρπισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορπιστός — ή, ό / σκορπιστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκορπίζω] αυτός που έχει σκορπιστεί, που έχει διαλυθεί και έχει πεταχθεί εδώ κι εκεί χωρίς τάξη, διασκορπισμένος νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκόρπισμα. επίρρ... σκορπιστά Ν σκόρπια, εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek
ολοσκόρπιστος — η, ο ο εντελώς διασκορπισμένος, κατασκορπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + σκορπιστός (< σκορπίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό] … Dictionary of Greek
σκορπιστικός — ή, όν, Α [σκορπιστός] αυτός που διασκορπίζει και, κυρίως, αυτός που εξαλείφει κάτι … Dictionary of Greek